θαμπωτός

θαμπωτός
-ή, -ό
1. [θαμπώνω]
1. ο κατασκευασμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να μην είναι διαφανής
2. ο μη στιλπνός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”